3,270,629
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεταιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> ζητώ το μερίδιό μου από [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης, μεταιτεῖν [[μέρος]] τινός, σε Αριστοφ.· αμτβ., μεταιτῶ [[παρά]] τινος, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζητιανεύω]], ζητώ [[ελεημοσύνη]], με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[επαιτώ]], ζητώ με [[επιμονή]], σε Λουκ. | |lsmtext='''μεταιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> ζητώ το μερίδιό μου από [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης, μεταιτεῖν [[μέρος]] τινός, σε Αριστοφ.· αμτβ., μεταιτῶ [[παρά]] τινος, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζητιανεύω]], ζητώ [[ελεημοσύνη]], με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[επαιτώ]], ζητώ με [[επιμονή]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταιτέω:''' <b class="num">1)</b> требовать (себе) (μ. [[μέρος]] τινός Arph.; μ. [[παρά]] τινος Dem.): μ. τῆς βασιληΐης Her. требовать себе долю в царской власти;<br /><b class="num">2)</b> просить, выпрашивать (τὴν τροφήν Luc.): μ. τινα Arph. выпрашивать у кого-л. | |||
}} | }} |