Anonymous

μεταιτέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> ζητώ το μερίδιό μου από [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης, μεταιτεῖν [[μέρος]] τινός, σε Αριστοφ.· αμτβ., μεταιτῶ [[παρά]] τινος, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζητιανεύω]], ζητώ [[ελεημοσύνη]], με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[επαιτώ]], ζητώ με [[επιμονή]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μεταιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> ζητώ το μερίδιό μου από [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης, μεταιτεῖν [[μέρος]] τινός, σε Αριστοφ.· αμτβ., μεταιτῶ [[παρά]] τινος, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζητιανεύω]], ζητώ [[ελεημοσύνη]], με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[επαιτώ]], ζητώ με [[επιμονή]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταιτέω:''' <b class="num">1)</b> требовать (себе) (μ. [[μέρος]] τινός Arph.; μ. [[παρά]] τινος Dem.): μ. τῆς βασιληΐης Her. требовать себе долю в царской власти;<br /><b class="num">2)</b> просить, выпрашивать (τὴν τροφήν Luc.): μ. τινα Arph. выпрашивать у кого-л.
}}
}}