Anonymous

μητροήθης: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μητροήθης]], -ες (Μ)<br />αυτός που έχει το [[ήθος]] ή τον χαρακτήρα της μητέρας του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ήθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναικο</i>-<i>ήθης</i>].
|mltxt=[[μητροήθης]], -ες (Μ)<br />αυτός που έχει το [[ήθος]] ή τον χαρακτήρα της μητέρας του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ήθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναικο</i>-<i>ήθης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μητροήθης:''' -ες ([[ἦθος]]), αυτός που έχει τον χαρακτήρα, τις συνήθειες της μητέρας του, σε Ανθ.
}}
}}