μητροήθης
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
German (Pape)
[Seite 179] ες, von der Mutter Art, Charakter, Mchael. (I, 122).
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a le caractère d'une mère.
Étymologie: μήτηρ, ἦθος.
Russian (Dvoretsky)
μητροήθης: унаследовавший материнский характер Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μητροήθης: -ες, ὁ ἔχων τὸ ἦθος, τὸν τρόπον τῆς ἑαυτοῦ μητρός, Ἀνθ. Π. 1. 124.
Greek Monolingual
μητροήθης, -ες (Μ)
αυτός που έχει το ήθος ή τον χαρακτήρα της μητέρας του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ήθης (< ήθος), πρβλ. γυναικοήθης].
Greek Monotonic
μητροήθης: -ες (ἦθος), αυτός που έχει τον χαρακτήρα, τις συνήθειες της μητέρας του, σε Ανθ.