μητροήθης

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141

German (Pape)

[Seite 179] ες, von der Mutter Art, Charakter, Mchael. (I, 122).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a le caractère d'une mère.
Étymologie: μήτηρ, ἦθος.

Russian (Dvoretsky)

μητροήθης: унаследовавший материнский характер Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μητροήθης: -ες, ὁ ἔχων τὸ ἦθος, τὸν τρόπον τῆς ἑαυτοῦ μητρός, Ἀνθ. Π. 1. 124.

Greek Monolingual

μητροήθης, -ες (Μ)
αυτός που έχει το ήθος ή τον χαρακτήρα της μητέρας του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ήθης (< ήθος), πρβλ. γυναικοήθης].

Greek Monotonic

μητροήθης: -ες (ἦθος), αυτός που έχει τον χαρακτήρα, τις συνήθειες της μητέρας του, σε Ανθ.

Middle Liddell

μητρο-ήθης, ες ἦθος
with a mother's mind, Anth.