Anonymous

μέτοικος: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και η (ΑΜ [[μέτοικος]])<br /><b>1.</b> αυτός που διαμένει σε άλλον [[τόπο]] από εκείνον από τον οποίο κατάγεται<br /><b>2.</b> (στην αρχαία Αθήνα) [[μόνιμος]] [[κάτοικος]], ο [[οποίος]] καταγόταν από [[άλλη]] [[πόλη]], ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει το μετοίκιο και να στρατεύεται, [[αλλά]] δεν είχε [[πολιτικά]] δικαιώματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της ομοιογένειας [[ριπιφορίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πτηνά) αυτός που πετάει στον αιθέρα<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικεί [[μαζί]] με άλλον, ο [[σύνοικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>οικος</i>, <i>κάτ</i>-<i>οικος</i>].
|mltxt=ο και η (ΑΜ [[μέτοικος]])<br /><b>1.</b> αυτός που διαμένει σε άλλον [[τόπο]] από εκείνον από τον οποίο κατάγεται<br /><b>2.</b> (στην αρχαία Αθήνα) [[μόνιμος]] [[κάτοικος]], ο [[οποίος]] καταγόταν από [[άλλη]] [[πόλη]], ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει το μετοίκιο και να στρατεύεται, [[αλλά]] δεν είχε [[πολιτικά]] δικαιώματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της ομοιογένειας [[ριπιφορίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πτηνά) αυτός που πετάει στον αιθέρα<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικεί [[μαζί]] με άλλον, ο [[σύνοικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>οικος</i>, <i>κάτ</i>-<i>οικος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μέτοικος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που αλλάζει [[τόπο]] διαμονής, μεταναστεύει και εγκαθίσταται [[κάπου]] [[αλλού]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. [[μέτοικος]] ὁ, <i>ἡ</i>, [[ξένος]] που έχει εγκατασταθεί σε [[ξένη]] πόλη, [[έποικος]], [[μετανάστης]], [[προσωρινός]] [[κάτοικος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[μέτοικος]] γῆς, [[κάποιος]] που έχει εγκατασταθεί, αποικήσει σε μια [[χώρα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, [[κάτοικος]] ξένης καταγωγής, που πλήρωνε [[φόρο]] ([[μετοίκιον]]) [[αλλά]] δεν απολάμβανε κανένα από τα δικαιώματα του πολίτη, σε Θουκ. κ.λπ.
}}
}}