Anonymous

μέτοικος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέτοικος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που αλλάζει [[τόπο]] διαμονής, μεταναστεύει και εγκαθίσταται [[κάπου]] [[αλλού]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. [[μέτοικος]] ὁ, <i>ἡ</i>, [[ξένος]] που έχει εγκατασταθεί σε [[ξένη]] πόλη, [[έποικος]], [[μετανάστης]], [[προσωρινός]] [[κάτοικος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[μέτοικος]] γῆς, [[κάποιος]] που έχει εγκατασταθεί, αποικήσει σε μια [[χώρα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, [[κάτοικος]] ξένης καταγωγής, που πλήρωνε [[φόρο]] ([[μετοίκιον]]) [[αλλά]] δεν απολάμβανε κανένα από τα δικαιώματα του πολίτη, σε Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''μέτοικος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που αλλάζει [[τόπο]] διαμονής, μεταναστεύει και εγκαθίσταται [[κάπου]] [[αλλού]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. [[μέτοικος]] ὁ, <i>ἡ</i>, [[ξένος]] που έχει εγκατασταθεί σε [[ξένη]] πόλη, [[έποικος]], [[μετανάστης]], [[προσωρινός]] [[κάτοικος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[μέτοικος]] γῆς, [[κάποιος]] που έχει εγκατασταθεί, αποικήσει σε μια [[χώρα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, [[κάτοικος]] ξένης καταγωγής, που πλήρωνε [[φόρο]] ([[μετοίκιον]]) [[αλλά]] δεν απολάμβανε κανένα από τα δικαιώματα του πολίτη, σε Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέτοικος:''' ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> переселенец, чужеземец ([[ξένος]], λόγῳ μ., [[εἶτα]] δ᾽ ἐγγενὴς φανήσεται [[Θηβαῖος]] Soph.): πρὸς οὓς μ. [[ἔρχομαι]] перен. Soph. (покойные родители), к которым я ухожу;<br /><b class="num">2)</b> житель, жилец: μ. οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν Soph. (Антигона, которой) не место ни среди живых, ни среди мертвых;<br /><b class="num">3)</b> (в Афинах) метэк (чужеземец, которому разрешено проживание в городе при оплате особого налога, см. [[μετοίκιον]]) Thuc., Dem., Arst. etc.
}}
}}