Anonymous

μιμέομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(T22)
(5)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=μιμοῦμαι; ([[μῖμος]] (an [[actor]], [[mimic]])); to [[imitate]]: τινα, anyone, τί, [[Pindar]], [[Aeschylus]], [[Herodotus]], others.)  
|txtha=μιμοῦμαι; ([[μῖμος]] (an [[actor]], [[mimic]])); to [[imitate]]: τινα, anyone, τί, [[Pindar]], [[Aeschylus]], [[Herodotus]], others.)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῑμέομαι:''' ([[μῖμος]])· μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμιμησάμην</i>, παρακ. <i>μεμίμημαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[μιμούμαι]], [[αντιγράφω]], [[παριστάνω]], [[εικονίζω]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>μιμοῦμαί τινά τι</i>, κάποιον σε [[κάτι]], σε Ηρόδ.· <i>τινα κατά τι</i>, στον ίδ.· Παθ. μτχ. με Ενεργ. [[σημασία]], <i>στύλοισι [[φοίνικας]] μεμιμημένοισι</i>, στύλοι φτιαγμένοι έτσι ώστε να παριστάνουν φοίνικες, στον ίδ.· [[αλλά]] επίσης με Ενεργ. [[σημασία]], είμαι φτιαγμένος ακριβώς όπως, εξεικονισμένος, στον ίδ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> στις καλές τέχνες, αναπαριστώ, [[εκφράζω]] με τα μέσα της μίμησης, λέγεται για ηθοποιό, σε Αριστοφ., Πλάτ.· λέγεται για τη ζωγραφική και τη [[μουσική]], σε Πλάτ.· λέγεται για τη [[γλυπτική]] και την [[ποίηση]], σε Αριστ.
}}
}}