3,276,932
edits
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῑμέομαι:''' ([[μῖμος]])· μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμιμησάμην</i>, παρακ. <i>μεμίμημαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[μιμούμαι]], [[αντιγράφω]], [[παριστάνω]], [[εικονίζω]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>μιμοῦμαί τινά τι</i>, κάποιον σε [[κάτι]], σε Ηρόδ.· <i>τινα κατά τι</i>, στον ίδ.· Παθ. μτχ. με Ενεργ. [[σημασία]], <i>στύλοισι [[φοίνικας]] μεμιμημένοισι</i>, στύλοι φτιαγμένοι έτσι ώστε να παριστάνουν φοίνικες, στον ίδ.· [[αλλά]] επίσης με Ενεργ. [[σημασία]], είμαι φτιαγμένος ακριβώς όπως, εξεικονισμένος, στον ίδ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> στις καλές τέχνες, αναπαριστώ, [[εκφράζω]] με τα μέσα της μίμησης, λέγεται για ηθοποιό, σε Αριστοφ., Πλάτ.· λέγεται για τη ζωγραφική και τη [[μουσική]], σε Πλάτ.· λέγεται για τη [[γλυπτική]] και την [[ποίηση]], σε Αριστ. | |lsmtext='''μῑμέομαι:''' ([[μῖμος]])· μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμιμησάμην</i>, παρακ. <i>μεμίμημαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[μιμούμαι]], [[αντιγράφω]], [[παριστάνω]], [[εικονίζω]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>μιμοῦμαί τινά τι</i>, κάποιον σε [[κάτι]], σε Ηρόδ.· <i>τινα κατά τι</i>, στον ίδ.· Παθ. μτχ. με Ενεργ. [[σημασία]], <i>στύλοισι [[φοίνικας]] μεμιμημένοισι</i>, στύλοι φτιαγμένοι έτσι ώστε να παριστάνουν φοίνικες, στον ίδ.· [[αλλά]] επίσης με Ενεργ. [[σημασία]], είμαι φτιαγμένος ακριβώς όπως, εξεικονισμένος, στον ίδ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> στις καλές τέχνες, αναπαριστώ, [[εκφράζω]] με τα μέσα της μίμησης, λέγεται για ηθοποιό, σε Αριστοφ., Πλάτ.· λέγεται για τη ζωγραφική και τη [[μουσική]], σε Πλάτ.· λέγεται για τη [[γλυπτική]] και την [[ποίηση]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῑμέομαι:''' <b class="num">1)</b> подражать (μ. τρόπους πατρός Eur.; τινα NT): γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μ. Aesch. говорить на наречии Фокиды; μ. [[τετράπουν]] κέλευθον Eur. подражать походке четвероногих, т. е. ходить на четвереньках; μ. τὸν Πρωτέα Plat. уподобляться Протею; μιμήσεις πονηρὰς μ. τινα Plat. подражать кому-л. в дурном;<br /><b class="num">2)</b> воспроизводить, изображать: μεμιμημένος καὶ γραφῇ καὶ ἔργῳ Her. воспроизведенный письменно и вещественно, т. е. изображенный в виде расписной фигуры; στῦλοι φοίνικας τὰ δένδρεα μεμιμημένοι Her. колонны в виде пальм; τὸ μιμηθησόμενον καὶ τὸ [[εἴδωλον]] Plat. подлежащее изображению и (само) изображение, т. е. оригинал и копия; τὸ μιμηθὲν οσον τε καὶ [[οἷον]] Plat. оригинал, воспроизведенный с количественной и качественной точностью;<br /><b class="num">3)</b> выражать, отображать, представлять: μιμοῦνται οἱ μιμούμενοι πράττοντας Arst. актеры представляют действующих лиц (драмы); μ. τὴν ὄρχησιν Xen. плясать. | |||
}} | }} |