Anonymous

μορύσσω: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μορύσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μολύνω]], [[λερώνω]], [[βρομίζω]]<br /><b>2.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατώνω]]<br /><b>3.</b> [[μωλύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[μορύσσω]] και <i>μόρυχος</i> εμφανίζουν πιθ. την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>mor</i>(-<i>u</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «σκούρα χρώματα, βρόμικη [[κηλίδα]]» (με [[παρέκταση]] -<i>u</i>-) και συνδέονται πιθ. με σλαβικές λέξεις με σημ. «[[αλείφω]], [[λερώνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> ρωσ. <i>mara</i>-<i>ju</i>,-<i>ti</i> «[[ρυπαίνω]]», <i>maraška</i> «[[κηλίδα]]» και ίσως με τα [[μόρτος]], [[μόρφνος]]). Η λ. [[μορύσσω]], που εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>σσω</i>, [[είναι]] πιθ. μετονοματικό παράγωγο του <i>μόρυχος</i>, που εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[βόστρυχος]], <i>ήσυ</i>-<i>χος</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. <i>μόρυχος</i> θεωρείται υποχωρητ. παρ. του [[μορύσσω]].
|mltxt=[[μορύσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μολύνω]], [[λερώνω]], [[βρομίζω]]<br /><b>2.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατώνω]]<br /><b>3.</b> [[μωλύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[μορύσσω]] και <i>μόρυχος</i> εμφανίζουν πιθ. την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>mor</i>(-<i>u</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «σκούρα χρώματα, βρόμικη [[κηλίδα]]» (με [[παρέκταση]] -<i>u</i>-) και συνδέονται πιθ. με σλαβικές λέξεις με σημ. «[[αλείφω]], [[λερώνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> ρωσ. <i>mara</i>-<i>ju</i>,-<i>ti</i> «[[ρυπαίνω]]», <i>maraška</i> «[[κηλίδα]]» και ίσως με τα [[μόρτος]], [[μόρφνος]]). Η λ. [[μορύσσω]], που εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>σσω</i>, [[είναι]] πιθ. μετονοματικό παράγωγο του <i>μόρυχος</i>, που εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[βόστρυχος]], <i>ήσυ</i>-<i>χος</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. <i>μόρυχος</i> θεωρείται υποχωρητ. παρ. του [[μορύσσω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μορύσσω:''' = [[μολύνω]], [[λερώνω]], [[κηλιδώνω]], [[στιγματίζω]]: μτχ. Παθ. παρακ., <i>μεμορυγμένα καπνῷ</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}