Anonymous

μορύσσω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μορύσσω:''' = [[μολύνω]], [[λερώνω]], [[κηλιδώνω]], [[στιγματίζω]]: μτχ. Παθ. παρακ., <i>μεμορυγμένα καπνῷ</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''μορύσσω:''' = [[μολύνω]], [[λερώνω]], [[κηλιδώνω]], [[στιγματίζω]]: μτχ. Παθ. παρακ., <i>μεμορυγμένα καπνῷ</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μορύσσω:''' делать черным, покрывать сажей, копотью ([[μεμορυγμένος]] или μεμορυχμένος καπνῷ Hom.).
}}
}}