Anonymous

μίμνω: Difference between revisions

From LSJ
1,106 bytes added ,  31 December 2018
5
(25)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μίμνω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μένω]].
|mltxt=[[μίμνω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μένω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μίμνω:''' σχηματισμένο με αναδιπλ. από το [[μένω]] (δηλ. μι-[[μένω]], πρβλ. [[γίγνομαι]], [[πίπτω]]), και χρησιμ. αντί [[μένω]] όταν η πρώτη [[συλλαβή]] έπρεπε να είναι [[μακρά]]· [[μιμνόντεσσι]], Επικ. δοτ. πληθ. μτχ. αντί <i>μίμνουσι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παραμένω]], [[μένω]] όρθιος, [[καρτερικός]], σε [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναμένω]], [[χρονοτριβώ]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[παραμένω]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, είμαι αφημένος για κάποιον, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[περιμένω]], [[προσδοκώ]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· απρόσ., μίμνει [[παθεῖν]] τὸν ἔρξαντα, [[συμφορά]] περιμένει τον δράστη, σε Αισχύλ.
}}
}}