Anonymous

μισθαρνικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθαρνικός:''' -ή, -όν ([[μισθάρνης]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή [[εργασία]], [[μισθοφορικός]], σε Αριστ.
|lsmtext='''μισθαρνικός:''' -ή, -όν ([[μισθάρνης]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή [[εργασία]], [[μισθοφορικός]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθαρνικός:''' выполняемый по найму, наемный (ἐργκσίαι Arst.).
}}
}}