Anonymous

μεσεγγυάω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />consigner un gage entre les mains d’un tiers;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεσεγγυάομαι-ῶμαι se faire remettre un gage, exiger une garantie.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[ἐγγύη]].
|btext=-ῶ :<br />consigner un gage entre les mains d’un tiers;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεσεγγυάομαι-ῶμαι se faire remettre un gage, exiger une garantie.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[ἐγγύη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεσεγγῠάω:''' Παθ. μτχ. αόρ. αʹ <i>μεσ-εγγυηθείς</i>, [[καταθέτω]] [[κάτι]] ως [[ενέχυρο]] στα χέρια τρίτου προσώπου, σε Πλάτ. — Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι [[ἀργύριον]], το να βρίσκονται τα χρήματα κάποιου κατατεθειμένα στα χέρια τρίτου, σε Δημ.
}}
}}