Anonymous

μεσεγγυάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσεγγῠάω''': ἀόρ. ἀπαρ. μεσσεγγυῆσαι, [[Πολυδ]]. Η΄, 28. Κατατίθημι ὡς ἐγγύησιν εἰς χεῖρας μεσάζοντος ἢ τρίτου προσώπου, [[τρία]] τάλαντα μεσεγγυηθέντα, κατατεθέντα ὡς [[ἐγγύησις]] εἰς χεῖρας τρίτου, Λυσ. 182. 1· τὸ μεσεγγυηθὲν Πλάτ. Νόμ. 914D. - Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι [[ἀργύριον]], νὰ καταθέσῃ τις χρήματα εἰς χεῖρας τρίτου, Δημ 995. 21, πρβλ. Ἀντιφῶντα 147. 17· - ὁ Ἰσοκρ. 292Α ἔχει μεσεγγυοῦσθαι ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας.
|lstext='''μεσεγγῠάω''': ἀόρ. ἀπαρ. μεσσεγγυῆσαι, [[Πολυδ]]. Η΄, 28. Κατατίθημι ὡς ἐγγύησιν εἰς χεῖρας μεσάζοντος ἢ τρίτου προσώπου, [[τρία]] τάλαντα μεσεγγυηθέντα, κατατεθέντα ὡς [[ἐγγύησις]] εἰς χεῖρας τρίτου, Λυσ. 182. 1· τὸ μεσεγγυηθὲν Πλάτ. Νόμ. 914D. - Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι [[ἀργύριον]], νὰ καταθέσῃ τις χρήματα εἰς χεῖρας τρίτου, Δημ 995. 21, πρβλ. Ἀντιφῶντα 147. 17· - ὁ Ἰσοκρ. 292Α ἔχει μεσεγγυοῦσθαι ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />consigner un gage entre les mains d’un tiers;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεσεγγυάομαι-ῶμαι se faire remettre un gage, exiger une garantie.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[ἐγγύη]].
}}
}}