Anonymous

ναύλοχος: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ναύλοχος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) [[τόπος]] όπου σταθμεύουν πλοία, το [[αραξοβόλι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[λιμάνι]]) αυτός που παρέχει [[ασφάλεια]] στα πλοία από τον άνεμο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ναύλοχα</i><br />[[τόπος]] [[απάνεμος]] όπου αράζουν πλοία, [[αραξοβόλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[λόχος]] «[[σταθμός]]» (<b>πρβλ.</b> [[ταξί]]-<i>λοχος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ναύλοχος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) [[τόπος]] όπου σταθμεύουν πλοία, το [[αραξοβόλι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[λιμάνι]]) αυτός που παρέχει [[ασφάλεια]] στα πλοία από τον άνεμο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ναύλοχα</i><br />[[τόπος]] [[απάνεμος]] όπου αράζουν πλοία, [[αραξοβόλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[λόχος]] «[[σταθμός]]» (<b>πρβλ.</b> [[ταξί]]-<i>λοχος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ναύλοχος:''' -ον, [[τόπος]] που παρέχει ασφαλές [[αγκυροβόλιο]], λέγεται για [[λιμάνι]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· <i>ὦ ναύλοχα καὶ πετραῖα θερμὰ λουτρά</i>, εσείς που ξεπηδήσατε από το [[λιμάνι]], μέσα από τους βράχους (μερικοί θεωρούσαν το <i>ναύλοχα</i> ως ουσ.), σε Σοφ.
}}
}}