Anonymous

ναύλοχος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναύλοχος:''' -ον, [[τόπος]] που παρέχει ασφαλές [[αγκυροβόλιο]], λέγεται για [[λιμάνι]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· <i>ὦ ναύλοχα καὶ πετραῖα θερμὰ λουτρά</i>, εσείς που ξεπηδήσατε από το [[λιμάνι]], μέσα από τους βράχους (μερικοί θεωρούσαν το <i>ναύλοχα</i> ως ουσ.), σε Σοφ.
|lsmtext='''ναύλοχος:''' -ον, [[τόπος]] που παρέχει ασφαλές [[αγκυροβόλιο]], λέγεται για [[λιμάνι]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· <i>ὦ ναύλοχα καὶ πετραῖα θερμὰ λουτρά</i>, εσείς που ξεπηδήσατε από το [[λιμάνι]], μέσα από τους βράχους (μερικοί θεωρούσαν το <i>ναύλοχα</i> ως ουσ.), σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναύλοχος:''' служащий или пригодный для стоянки кораблей (λιμένες Hom.; ἕδραι Soph.; περιπτυχαί Eur.).
}}
}}