Anonymous

μύωψ: Difference between revisions

From LSJ
636 bytes added ,  31 December 2018
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[μύωψ]])<br /><b>βλ.</b> <i>μύωπας</i>.———————— <b>(II)</b><br />[[μύωψ]], ὁ (ΑΜ)<br />[[είδος]] εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο [[οίστρος]], η [[αλογόμυγα]], η βοϊδόμυγα («βοηλάτην [[μύωπα]] κινητήριον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πτερνιστήρας]], [[κεντρί]], [[σπιρούνι]], με το οποίο ο [[ιππέας]] κεντά το [[άλογο]] για να τρέξει («προσθέντα τοὺς μύωπας βίᾳ τὸν ἵππον ἐπάγειν καὶ διαπερᾱν», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> [[βουκέντρα]] («[[βουσόος]] [[μύωψ]]», Κερκ.)<br /><b>3.</b> ο [[μικρός]] [[δάκτυλος]]<br /><b>4.</b> [[φυτό]] το οποίο φυτρώνει [[κοντά]] στον ποταμό Αχελώο<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> παρορμητικό [[μέσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερη [[άποψη]], ο τ. [[μύωψ]] <span style="color: red;"><</span> <i>μυίωψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μυῖα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη, [[μάτι]]») «αυτός που έχει όψη μύγας, που μοιάζει με [[μύγα]]». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με <i>μῦ</i>, [[μύζω]], λαμβάνοντας τη σημ. «[[έντομο]] που βομβίζει». Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[υπόθεση]] ότι η λ. δεν αποτελεί [[παρά]] παλαιότερη, μη μαρτυρημένη σημ. του [[μύωψ]] (Ι), που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να χαρακτηρίσει ένα [[είδος]] εντόμου που κλείνει τα μάτια, που δεν βλέπει καλά και [[μετά]] καθιερώθηκε ως [[ονομασία]] του εντόμου [[αυτού]] (για το [[επίθημα]] -<i>ωψ</i> του [[μύωψ]], <b>πρβλ.</b> <i>κών</i>-<i>ωψ</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[μύωψ]])<br /><b>βλ.</b> <i>μύωπας</i>.———————— <b>(II)</b><br />[[μύωψ]], ὁ (ΑΜ)<br />[[είδος]] εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο [[οίστρος]], η [[αλογόμυγα]], η βοϊδόμυγα («βοηλάτην [[μύωπα]] κινητήριον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πτερνιστήρας]], [[κεντρί]], [[σπιρούνι]], με το οποίο ο [[ιππέας]] κεντά το [[άλογο]] για να τρέξει («προσθέντα τοὺς μύωπας βίᾳ τὸν ἵππον ἐπάγειν καὶ διαπερᾱν», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> [[βουκέντρα]] («[[βουσόος]] [[μύωψ]]», Κερκ.)<br /><b>3.</b> ο [[μικρός]] [[δάκτυλος]]<br /><b>4.</b> [[φυτό]] το οποίο φυτρώνει [[κοντά]] στον ποταμό Αχελώο<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> παρορμητικό [[μέσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερη [[άποψη]], ο τ. [[μύωψ]] <span style="color: red;"><</span> <i>μυίωψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μυῖα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη, [[μάτι]]») «αυτός που έχει όψη μύγας, που μοιάζει με [[μύγα]]». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με <i>μῦ</i>, [[μύζω]], λαμβάνοντας τη σημ. «[[έντομο]] που βομβίζει». Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[υπόθεση]] ότι η λ. δεν αποτελεί [[παρά]] παλαιότερη, μη μαρτυρημένη σημ. του [[μύωψ]] (Ι), που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να χαρακτηρίσει ένα [[είδος]] εντόμου που κλείνει τα μάτια, που δεν βλέπει καλά και [[μετά]] καθιερώθηκε ως [[ονομασία]] του εντόμου [[αυτού]] (για το [[επίθημα]] -<i>ωψ</i> του [[μύωψ]], <b>πρβλ.</b> <i>κών</i>-<i>ωψ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μύωψ:''' -ωπος, ὁ, ἡ ([[μύω]], ὤψ),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μισοκλείνει τα μάτια, όπως κάνουν οι άνθρωποι που έχουν [[μυωπία]], μύωπας, σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[μύωψ]], <i>-ωπος</i>, <i>ὁ</i>, [[αλογόμυγα]] ή βοϊδόμυγα, Λατ. tabānus, σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[βουκέντρα]], [[σπηρούνι]], σε Ξεν., Θεόφρ.· μεταφ., [[κίνητρο]], διεγερτικό, σε Λουκ., Ανθ.
}}
}}