Anonymous

μύωψ: Difference between revisions

From LSJ
569 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μύωψ:''' -ωπος, ὁ, ἡ ([[μύω]], ὤψ),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μισοκλείνει τα μάτια, όπως κάνουν οι άνθρωποι που έχουν [[μυωπία]], μύωπας, σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[μύωψ]], <i>-ωπος</i>, <i>ὁ</i>, [[αλογόμυγα]] ή βοϊδόμυγα, Λατ. tabānus, σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[βουκέντρα]], [[σπηρούνι]], σε Ξεν., Θεόφρ.· μεταφ., [[κίνητρο]], διεγερτικό, σε Λουκ., Ανθ.
|lsmtext='''μύωψ:''' -ωπος, ὁ, ἡ ([[μύω]], ὤψ),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μισοκλείνει τα μάτια, όπως κάνουν οι άνθρωποι που έχουν [[μυωπία]], μύωπας, σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[μύωψ]], <i>-ωπος</i>, <i>ὁ</i>, [[αλογόμυγα]] ή βοϊδόμυγα, Λατ. tabānus, σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[βουκέντρα]], [[σπηρούνι]], σε Ξεν., Θεόφρ.· μεταφ., [[κίνητρο]], διεγερτικό, σε Λουκ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μύωψ:''' ωπος adj. щурящий глаза, т. е. близорукий Arst.<br />ωπος ὁ<br /><b class="num">1)</b> овод, слепень ([[ὀξύστομος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> бодец, стрекало, шпора: ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπος Plat. быть подгоняемым шпорой;<br /><b class="num">3)</b> возбуждающая сила (sc. τῶν ὀμμάτων Luc.);<br /><b class="num">4)</b> миоп (неизвестное нам растение) Plut.
}}
}}