Anonymous

μουσουργός: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[μουσουργός]], ιων. τ. [[μουσοεργός]])<br />αυτός που ασχολείται με τη [[μουσική]] [[τέχνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνθέτης]] μουσικών έργων, [[μουσικοσυνθέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αοιδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>στιχ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=ο, η (Α [[μουσουργός]], ιων. τ. [[μουσοεργός]])<br />αυτός που ασχολείται με τη [[μουσική]] [[τέχνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνθέτης]] μουσικών έργων, [[μουσικοσυνθέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αοιδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>στιχ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μουσουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που καλλιεργεί τη [[μουσική]] [[τέχνη]]· ως ουσ., νεαρή τραγουδίστρια, σε Ξεν.
}}
}}