Anonymous

μουσουργός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μουσουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που καλλιεργεί τη [[μουσική]] [[τέχνη]]· ως ουσ., νεαρή τραγουδίστρια, σε Ξεν.
|lsmtext='''μουσουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που καλλιεργεί τη [[μουσική]] [[τέχνη]]· ως ουσ., νεαρή τραγουδίστρια, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μουσουργός:''' ион. [[μουσοεργός]] ὁ, чаще ἡ музыкант (музыкантша), певец (певица) (ὀρχηστρίδων καὶ μουσουργῶν [[χορός]] Luc.).
}}
}}