Anonymous

νεμέθω: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεμέθω]] (Α) [[νέμω]], [[βόσκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για επικό τ. του [[νέμω]] με [[επίθημα]] -<i>έθω</i>, πιθ. για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> [[θαλέθω]]: [[θάλλω]])].
|mltxt=[[νεμέθω]] (Α) [[νέμω]], [[βόσκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για επικό τ. του [[νέμω]] με [[επίθημα]] -<i>έθω</i>, πιθ. για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> [[θαλέθω]]: [[θάλλω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεμέθω:''' Επικ. αντί [[νέμω]] — Μέσ., στον Όμηρ. απαντά μόνο μια [[φορά]] στον τύπο <i>νεμέθοντο</i>, το [[κοπάδι]] βοσκούσε, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}