νεμέθω

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεμέθω Medium diacritics: νεμέθω Low diacritics: νεμέθω Capitals: ΝΕΜΕΘΩ
Transliteration A: neméthō Transliteration B: nemethō Transliteration C: nemetho Beta Code: neme/qw

English (LSJ)

Ep. for νέμω, νεμέθων Nic.Th.430:—in Med., once in Hom., νεμέθοντο, of doves, were feeding, Il.11.635, cf. AP14.4, Keil-Premerstein Erster Berichtp.9 (Troketta).

German (Pape)

[Seite 238] poet. = νέμω; Πελειάδες νεμέθοντο, sie weideten, fraßen, Il. 11, 635; sp. D., wie Nic. Ther. 429.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
νέμω;
Moy. (seul. 3ᵉ pl. impf. poét. νεμέθοντο) c. νέμομαι.

Greek (Liddell-Scott)

νεμέθω: Ἐπικ. ἀντὶ νέμω, νεμέθων Νικ. Ἀλεξιφ. 430· ― ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἅπαξ, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ νεμέθοντο, ἐβόσκοντο, ἔτρωγον, Ἰλ. Λ. 635.

Greek Monolingual

νεμέθω (Α) νέμω, βόσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επικό τ. του νέμω με επίθημα -έθω, πιθ. για μετρικούς λόγους (πρβλ. θαλέθω: θάλλω)].

Greek Monotonic

νεμέθω: Επικ. αντί νέμω — Μέσ., στον Όμηρ. απαντά μόνο μια φορά στον τύπο νεμέθοντο, το κοπάδι βοσκούσε, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

νεμέθω, [epic for νέμω
Mid., νεμέθοντο the cattle were grazing, feeding, Il.