Anonymous

νεανίας: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[νεάνις]] και νεάνιδα (ΑΜ [[νεανίας]], θηλ. νεᾱνις, Α ιων. τ. [[νεηνίης]], θηλ. νεῆνις και συνηρ. τ. [[νῆνις]])<br />[[νεαρός]] ως [[προς]] την [[ηλικία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πολεμιστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με καλή σημ.) [[ορμητικός]], [[γενναίος]], [[δραστήριος]]<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[προπετής]], [[αυθάδης]], [[υβριστής]]<br /><b>3.</b> (για [[λόγια]]) [[τολμηρός]], [[παράτολμος]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που προσιδιάζει σε νεαρό [[άτομο]], [[νεανικός]]<br />β) (για πράγματα) [[νωπός]], [[φρέσκος]], [[πρόσφατος]] («ὁ δ' [[ἄρτος]] ἀπὸ χοίνικος ἰδεῑν [[μάλα]] [[νεανίας]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως επίθ.</b> (για [[γυναίκα]]) έγγαμη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προφανής η [[σύνδεση]] του με το [[νέος]], αλλ' [[ασαφής]] η [[διαδικασία]] παραγωγής του. Ίσως από αρχ. <i>νεανός</i> (που θεωρείται [[αμάρτυρος]] προσαυξημένος τ. του [[νέος]], σχηματισμένος αναλογικά για εκφραστικούς λόγους, [[χωρίς]] [[ωστόσο]] να [[είναι]] γνωστό το αναλογικό του [[πρότυπο]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i>. Η λ. θα μπορούσε να προέλθει και από τον τ. [[νεάν]], αν πρόκειται για αρχαίο τ. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <span style="color: red;"><</span> [[νέος]] <span style="color: red;">+</span> θ. <i>αν</i>-, που συνδέεται με το αρχ. ινδ. ρ. <i>aniti</i> «[[αναπνέω]]» και απαντά και στο [[ἄνεμος]].
|mltxt=ο, θηλ. [[νεάνις]] και νεάνιδα (ΑΜ [[νεανίας]], θηλ. νεᾱνις, Α ιων. τ. [[νεηνίης]], θηλ. νεῆνις και συνηρ. τ. [[νῆνις]])<br />[[νεαρός]] ως [[προς]] την [[ηλικία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πολεμιστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με καλή σημ.) [[ορμητικός]], [[γενναίος]], [[δραστήριος]]<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[προπετής]], [[αυθάδης]], [[υβριστής]]<br /><b>3.</b> (για [[λόγια]]) [[τολμηρός]], [[παράτολμος]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που προσιδιάζει σε νεαρό [[άτομο]], [[νεανικός]]<br />β) (για πράγματα) [[νωπός]], [[φρέσκος]], [[πρόσφατος]] («ὁ δ' [[ἄρτος]] ἀπὸ χοίνικος ἰδεῑν [[μάλα]] [[νεανίας]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως επίθ.</b> (για [[γυναίκα]]) έγγαμη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προφανής η [[σύνδεση]] του με το [[νέος]], αλλ' [[ασαφής]] η [[διαδικασία]] παραγωγής του. Ίσως από αρχ. <i>νεανός</i> (που θεωρείται [[αμάρτυρος]] προσαυξημένος τ. του [[νέος]], σχηματισμένος αναλογικά για εκφραστικούς λόγους, [[χωρίς]] [[ωστόσο]] να [[είναι]] γνωστό το αναλογικό του [[πρότυπο]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i>. Η λ. θα μπορούσε να προέλθει και από τον τ. [[νεάν]], αν πρόκειται για αρχαίο τ. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <span style="color: red;"><</span> [[νέος]] <span style="color: red;">+</span> θ. <i>αν</i>-, που συνδέεται με το αρχ. ινδ. ρ. <i>aniti</i> «[[αναπνέω]]» και απαντά και στο [[ἄνεμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεᾱνίας:''' ὁ ([[νέος]]), -ου, Επικ. και Ιων. [[νεηνίης]], <i>-εω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[νέος]] ως προς την [[ηλικία]], [[νεαρός]], [[πάντοτε]] μαζί με το [[ἀνήρ]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[παῖς]] [[νεηνίης]], σε Ηρόδ.· [[αλλά]] μόνο στην Αττ., όπως το [[νεανίσκος]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[νεανικός]] ως προς το χαρακτήρα, δηλ. με θετική [[σημασία]], [[ορμητικός]], [[γενναίος]], [[δραστήριος]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· ή με αρνητική [[σημασία]], [[θερμοκέφαλος]], [[αυθάδης]], [[ισχυρογνώμων]], σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[πρόσφατος]], [[καινούριος]], [[νωπός]], σε Ευρ.
}}
}}