Anonymous

νεολαία: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[νεολαία]], Α ποιητ. τ. [[νεηλαίη]])<br />το [[σύνολο]] τών νεαρών ατόμων και τών δύο φύλων (α. «η [[νεολαία]] [[κάθε]] εποχής [[είναι]] διαφορετική» β. «[[τετράκις]] [[ἑξήκοντα]] κόραι, [[θῆλυς]] [[νεολαία]]», θεόκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> η νεανική («οὐ [[νεολαία]] δουπεῑ χεὶρ γυναικῶν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέος]] <span style="color: red;">+</span> [[λαός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιᾱ</i>. Η λ. [[είναι]] ποιητικό και δωρικό περιληπτικό ουσιαστικό που χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και στον πεζό λόγο].
|mltxt=η (ΑΜ [[νεολαία]], Α ποιητ. τ. [[νεηλαίη]])<br />το [[σύνολο]] τών νεαρών ατόμων και τών δύο φύλων (α. «η [[νεολαία]] [[κάθε]] εποχής [[είναι]] διαφορετική» β. «[[τετράκις]] [[ἑξήκοντα]] κόραι, [[θῆλυς]] [[νεολαία]]», θεόκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> η νεανική («οὐ [[νεολαία]] δουπεῑ χεὶρ γυναικῶν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέος]] <span style="color: red;">+</span> [[λαός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιᾱ</i>. Η λ. [[είναι]] ποιητικό και δωρικό περιληπτικό ουσιαστικό που χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και στον πεζό λόγο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεολαία:''' ἡ ([[λαός]]), το [[σύνολο]] [[νέων]], οι νέοι ενός έθνους, Λατ. [[juventus]], σε Αισχύλ., Θεόκρ.
}}
}}