Anonymous

νεολαία: Difference between revisions

From LSJ
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />troupe de jeunes gens ; <i>adj.</i> [[νεολαία]] χεὶρ γυναικῶν EUR les mains d’une troupe de jeunes femmes.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[λαός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />troupe de jeunes gens ; <i>adj.</i> [[νεολαία]] χεὶρ γυναικῶν EUR les mains d’une troupe de jeunes femmes.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[λαός]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[νεολαία]], Α ποιητ. τ. [[νεηλαίη]])<br />το [[σύνολο]] τών νεαρών ατόμων και τών δύο φύλων (α. «η [[νεολαία]] [[κάθε]] εποχής [[είναι]] διαφορετική» β. «[[τετράκις]] [[ἑξήκοντα]] κόραι, [[θῆλυς]] [[νεολαία]]», θεόκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> η νεανική («οὐ [[νεολαία]] δουπεῑ χεὶρ γυναικῶν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέος]] <span style="color: red;">+</span> [[λαός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιᾱ</i>. Η λ. [[είναι]] ποιητικό και δωρικό περιληπτικό ουσιαστικό που χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και στον πεζό λόγο].
}}
}}