Anonymous

νύμφευμα: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νύμφευμα]], τὸ (Α) [[νυμφεύω]]<br /><b>1.</b> [[γάμος]], [[παντρειά]] («τὰ μητρὸς νυμφεύματα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> νυμφευμένο [[πρόσωπο]], [[σύζυγος]] («καλὸν [[νύμφευμα]] τῷ στρατηλάτη», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[νύμφευμα]], τὸ (Α) [[νυμφεύω]]<br /><b>1.</b> [[γάμος]], [[παντρειά]] («τὰ μητρὸς νυμφεύματα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> νυμφευμένο [[πρόσωπο]], [[σύζυγος]] («καλὸν [[νύμφευμα]] τῷ στρατηλάτη», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''νύμφευμα:''' -ατος, τό, ([[νυμφεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[γάμος]], [[συζυγία]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> στον ενικ., αυτός που παντρεύεται· <i>καλὸν νύμφευμά τινι</i>, «καλό [[ταίρι]] για κάποιον», σε Ευρ.
}}
}}