Anonymous

μήκιστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μήκιστος:''' -η, -ον, Δωρ. και Τραγ. [[μάκιστος]] <i>[ᾱ]</i>, ανώμ. υπερθ. του [[μακρός]] (σχηματισμένο από το [[μῆκος]], όπως το [[αἴσχιστος]] από το [[αἶσχος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[υψηλότατος]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> κραταιότατος, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[μακρότατος]], από [[άποψη]] χρόνου, σε Ξεν.· το ουδ. <i>μήκιστον</i> ως επίρρ., στον υψηλότερο βαθμό, σε Ομηρ. Ύμν.· επίσης, <i>τί νύ μοι μήκιστα γένηται;</i> τι πρόκειται να μου συμβεί σε [[βάθος]] χρόνου, εν τέλει; σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> [[πάρα]] [[πολύ]] [[μακρινός]], [[ὅτι]] δυνᾷ μάκιστον, όσο το δυνατόν πιο [[μακριά]], σε Σοφ.· <i>μήκιστον ἀπελαύνειν</i>, [[οδηγώ]] ([[εξορίζω]]) όσο το δυνατόν πιο [[μακριά]], σε Ξεν.
|lsmtext='''μήκιστος:''' -η, -ον, Δωρ. και Τραγ. [[μάκιστος]] <i>[ᾱ]</i>, ανώμ. υπερθ. του [[μακρός]] (σχηματισμένο από το [[μῆκος]], όπως το [[αἴσχιστος]] από το [[αἶσχος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[υψηλότατος]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> κραταιότατος, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[μακρότατος]], από [[άποψη]] χρόνου, σε Ξεν.· το ουδ. <i>μήκιστον</i> ως επίρρ., στον υψηλότερο βαθμό, σε Ομηρ. Ύμν.· επίσης, <i>τί νύ μοι μήκιστα γένηται;</i> τι πρόκειται να μου συμβεί σε [[βάθος]] χρόνου, εν τέλει; σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> [[πάρα]] [[πολύ]] [[μακρινός]], [[ὅτι]] δυνᾷ μάκιστον, όσο το δυνατόν πιο [[μακριά]], σε Σοφ.· <i>μήκιστον ἀπελαύνειν</i>, [[οδηγώ]] ([[εξορίζω]]) όσο το δυνατόν πιο [[μακριά]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μήκιστος:''' дор. [[μάκιστος]] 3 (ᾱ) (superl. к [[μακρός]])<br /><b class="num">1)</b> самый рослый, очень высокий ([[ἀνήρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> самый большой, величайший (τὰ μάκιστα κακῶν Eur.). - см. тж. [[μήκιστα]] и [[μήκιστον]].
}}
}}