Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξενία: Difference between revisions

From LSJ
1,370 bytes added ,  31 December 2018
5
(27)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ξενία]], επικ. τ. ξενίη, ιων. τ. [[ξεινίη]] ή, [[κατά]] δ. γραφ., ξεινηΐη)<br />η [[υποδοχή]] ξένου και η παρεχόμενη [[περιποίηση]], η [[φιλοξενία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο το [[ενδοσπέρμιο]] [[μέσα]] στο [[σπέρμα]] παρουσιάζει πατρικούς χαρακτήρες όταν η [[επικονίαση]] έχει συντελεστεί με [[ξένη]] [[γύρη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κελλί]] [[μοναχού]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φιλική [[σχέση]] [[μεταξύ]] δύο ξένων ή [[μεταξύ]] ενός προσώπου και τών πολιτών ή τών αρχών άλλης πόλης («καὶ οὕτω τοῑσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι ξεινίην συνεθήκατο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[θέση]] ενός ξένου σε μια [[πόλη]] και η [[έλλειψη]] δικαιωμάτων του, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[κατάσταση]] του πολίτη και τα δικαιώματα του<br /><b>3.</b> η [[ξένη]] [[χώρα]], η [[ξενιτιά]] («ἐπὶ ξενίας πτωχεύσω», Αντιφ.)<br /><b>4.</b> το [[δωμάτιο]] του ξεναγού<br /><b>5.</b> [[τόπος]] που προσφέρεται για [[φιλοξενία]], [[κατάλυμα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ξενίας [[γραφή]]»<br />(στην Αθήνα) [[μήνυση]] [[εναντίον]] ξένου ο [[οποίος]] σφετερίστηκε δικαιώματα πολίτη, [[δηλαδή]] ιδιοποιήθηκε, [[παρά]] τον νόμο, [[πολιτικά]] δικαιώματα που δεν είχε, όπως λ.χ. [[συμμετοχή]] στην [[εκκλησία]] του δήμου, [[άσκηση]] δικαστικής εξουσίας κ.ά.<br />β) «ξενίας [[φεύγω]]» — διώκομαι ως μη [[γνήσιος]] [[πολίτης]]<br />γ) «ξενίας [[αλίσκομαι]]» — καταδικάζομαι ως [[ξένος]] που σφετερίστηκε τα δικαιώματα γνήσιου πολίτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] / [[ξεῖνος]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>xenia</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ξένος]].
|mltxt=η (ΑΜ [[ξενία]], επικ. τ. ξενίη, ιων. τ. [[ξεινίη]] ή, [[κατά]] δ. γραφ., ξεινηΐη)<br />η [[υποδοχή]] ξένου και η παρεχόμενη [[περιποίηση]], η [[φιλοξενία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο το [[ενδοσπέρμιο]] [[μέσα]] στο [[σπέρμα]] παρουσιάζει πατρικούς χαρακτήρες όταν η [[επικονίαση]] έχει συντελεστεί με [[ξένη]] [[γύρη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κελλί]] [[μοναχού]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φιλική [[σχέση]] [[μεταξύ]] δύο ξένων ή [[μεταξύ]] ενός προσώπου και τών πολιτών ή τών αρχών άλλης πόλης («καὶ οὕτω τοῑσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι ξεινίην συνεθήκατο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[θέση]] ενός ξένου σε μια [[πόλη]] και η [[έλλειψη]] δικαιωμάτων του, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[κατάσταση]] του πολίτη και τα δικαιώματα του<br /><b>3.</b> η [[ξένη]] [[χώρα]], η [[ξενιτιά]] («ἐπὶ ξενίας πτωχεύσω», Αντιφ.)<br /><b>4.</b> το [[δωμάτιο]] του ξεναγού<br /><b>5.</b> [[τόπος]] που προσφέρεται για [[φιλοξενία]], [[κατάλυμα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ξενίας [[γραφή]]»<br />(στην Αθήνα) [[μήνυση]] [[εναντίον]] ξένου ο [[οποίος]] σφετερίστηκε δικαιώματα πολίτη, [[δηλαδή]] ιδιοποιήθηκε, [[παρά]] τον νόμο, [[πολιτικά]] δικαιώματα που δεν είχε, όπως λ.χ. [[συμμετοχή]] στην [[εκκλησία]] του δήμου, [[άσκηση]] δικαστικής εξουσίας κ.ά.<br />β) «ξενίας [[φεύγω]]» — διώκομαι ως μη [[γνήσιος]] [[πολίτης]]<br />γ) «ξενίας [[αλίσκομαι]]» — καταδικάζομαι ως [[ξένος]] που σφετερίστηκε τα δικαιώματα γνήσιου πολίτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] / [[ξεῖνος]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>xenia</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ξένος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξενία:''' ἡ, Επικ. ξενίη, Ιων. [[ξεινίη]] ([[ξένος]])·<br /><b class="num">1.</b> τα δίκαια, τα δικαιώματα του φιλοξενουμένου, [[φιλοξενία]], φιλική [[περιποίηση]] ή [[υποδοχή]], Λατ. [[hospitium]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> φιλική [[σχέση]] [[μεταξύ]] [[δύο]] [[ξένων]] ή [[μεταξύ]] ενός ατόμου και μιας ξένης πολιτείας (πρβλ. [[πρόξενος]]), <i>ξεινίην τινὶ συντίθεσθαι</i>, Λατ. [[hospitium]] facere [[cum]] [[aliquo]], σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τὴν ξενίαν</i>, εξαιτίας των φιλικών τους σχέσεων, σε Θουκ.· πρὸςξενίας [[τᾶς]] σᾶς, λόγω της [[φιλίας]] [[σου]] μαζί μας, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> κοινωνική [[θέση]] ή [[έλλειψη]] προνομίων και δικαιωμάτων ενός ξένου σε αντίθ. προς την κοινωνική [[θέση]] και τα δικαιώματα του πολίτη, <i>ξενίας φεύγειν</i> (ενν. <i>γραφήν</i>), καταγγέλλομαι, εγκαλούμαι ως [[ξένος]], σε Αριστοφ.
}}
}}