Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξενία: Difference between revisions

From LSJ
1,430 bytes added ,  31 December 2018
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξενία:''' ἡ, Επικ. ξενίη, Ιων. [[ξεινίη]] ([[ξένος]])·<br /><b class="num">1.</b> τα δίκαια, τα δικαιώματα του φιλοξενουμένου, [[φιλοξενία]], φιλική [[περιποίηση]] ή [[υποδοχή]], Λατ. [[hospitium]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> φιλική [[σχέση]] [[μεταξύ]] [[δύο]] [[ξένων]] ή [[μεταξύ]] ενός ατόμου και μιας ξένης πολιτείας (πρβλ. [[πρόξενος]]), <i>ξεινίην τινὶ συντίθεσθαι</i>, Λατ. [[hospitium]] facere [[cum]] [[aliquo]], σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τὴν ξενίαν</i>, εξαιτίας των φιλικών τους σχέσεων, σε Θουκ.· πρὸςξενίας [[τᾶς]] σᾶς, λόγω της [[φιλίας]] [[σου]] μαζί μας, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> κοινωνική [[θέση]] ή [[έλλειψη]] προνομίων και δικαιωμάτων ενός ξένου σε αντίθ. προς την κοινωνική [[θέση]] και τα δικαιώματα του πολίτη, <i>ξενίας φεύγειν</i> (ενν. <i>γραφήν</i>), καταγγέλλομαι, εγκαλούμαι ως [[ξένος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ξενία:''' ἡ, Επικ. ξενίη, Ιων. [[ξεινίη]] ([[ξένος]])·<br /><b class="num">1.</b> τα δίκαια, τα δικαιώματα του φιλοξενουμένου, [[φιλοξενία]], φιλική [[περιποίηση]] ή [[υποδοχή]], Λατ. [[hospitium]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> φιλική [[σχέση]] [[μεταξύ]] [[δύο]] [[ξένων]] ή [[μεταξύ]] ενός ατόμου και μιας ξένης πολιτείας (πρβλ. [[πρόξενος]]), <i>ξεινίην τινὶ συντίθεσθαι</i>, Λατ. [[hospitium]] facere [[cum]] [[aliquo]], σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τὴν ξενίαν</i>, εξαιτίας των φιλικών τους σχέσεων, σε Θουκ.· πρὸςξενίας [[τᾶς]] σᾶς, λόγω της [[φιλίας]] [[σου]] μαζί μας, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> κοινωνική [[θέση]] ή [[έλλειψη]] προνομίων και δικαιωμάτων ενός ξένου σε αντίθ. προς την κοινωνική [[θέση]] και τα δικαιώματα του πολίτη, <i>ξενίας φεύγειν</i> (ενν. <i>γραφήν</i>), καταγγέλλομαι, εγκαλούμαι ως [[ξένος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξενία:''' ион. ξεινίη, эп. [[ξενίη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> гостеприимство, радушный прием (ἑτοιμάζειν τινὶ ξενίαν NT): μίξεσθαι ξενίῃ Hom. быть связанным узами взаимного гостеприимства; κατὰ ξεινίην Her. в знак уз взаимного гостеприимства, т. е. на память о дружбе; ἐπὶ ξενίαν [[ἐλθεῖν]] Pind. прийти в качестве гостя; Ἴωσι ξεινίην συνεθήκατο Her. (Крез) заключил с ионянами союз дружбы; ἐπὶ ξενίαν καλεῖν τινα Xen. позвать кого-л. в гости;<br /><b class="num">2)</b> положение чужеземца, иностранное гражданство: ξενίας (sc. γραφήν) φεύγειν Arph., ἀγωνίζεσθαι Lys. или ἁλίσκεσθαι и γράψασθαι Dem. (о чужеземце) обвиняться в присвоении (себе) гражданских прав; γραφὴ ξενίας Dem. обвинение (иностранца) в присвоении себе прав гражданства;<br /><b class="num">3)</b> (sc. γῆ) чужая сторона, чужбина: ἐπὶ ξενίας Plat. в чужой стране.
}}
}}