Anonymous

ὀλισθάνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλισθάνω]] (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[ολισθαίνω]].
|mltxt=[[ὀλισθάνω]] (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[ολισθαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω:''' αόρ. βʹ [[ὤλισθον]], Επικ. [[ὄλισθον]]· μέλ. <i>ὀλισθήσω</i>, αόρ. αʹ [[ὠλίσθησα]], παρακ. <i>-ηκα</i> είναι μεταγεν.·<br /><b class="num">1.</b> [[γλιστρώ]], [[γλιστρώ]] και [[πέφτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐξ ἀντύγων ὤλισθε</i>, γλίστρησε και έπεσε από το [[άρμα]], σε Σοφ.· μεταφ., [[διαπράττω]] [[σφάλμα]], αμαρτάνω, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[γλιστρώ]], [[τρέχω]] εύκολα, ρέω, σε Θεόκρ.
}}
}}