Anonymous

ὀλισθάνω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω:''' αόρ. βʹ [[ὤλισθον]], Επικ. [[ὄλισθον]]· μέλ. <i>ὀλισθήσω</i>, αόρ. αʹ [[ὠλίσθησα]], παρακ. <i>-ηκα</i> είναι μεταγεν.·<br /><b class="num">1.</b> [[γλιστρώ]], [[γλιστρώ]] και [[πέφτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐξ ἀντύγων ὤλισθε</i>, γλίστρησε και έπεσε από το [[άρμα]], σε Σοφ.· μεταφ., [[διαπράττω]] [[σφάλμα]], αμαρτάνω, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[γλιστρώ]], [[τρέχω]] εύκολα, ρέω, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω:''' αόρ. βʹ [[ὤλισθον]], Επικ. [[ὄλισθον]]· μέλ. <i>ὀλισθήσω</i>, αόρ. αʹ [[ὠλίσθησα]], παρακ. <i>-ηκα</i> είναι μεταγεν.·<br /><b class="num">1.</b> [[γλιστρώ]], [[γλιστρώ]] και [[πέφτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐξ ἀντύγων ὤλισθε</i>, γλίστρησε και έπεσε από το [[άρμα]], σε Σοφ.· μεταφ., [[διαπράττω]] [[σφάλμα]], αμαρτάνω, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[γλιστρώ]], [[τρέχω]] εύκολα, ρέω, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλισθάνω:''' Plut. [[ὀλισθαίνω]] [[λίσπος]] и [[λισσός]] (fut. ὀλισθήσω, aor. 2 [[ὤλισθον]] - эп. [[ὄλισθον]]; поздн. aor. 1 [[ὠλίσθησα]], pf. [[ὠλίσθηκα]]) скользить: ὄλισθε [[θέων]] Hom. (Эант) поскользнулся на бегу; ἐξ ἀντύγων ὤλισθε Soph. (Орест) скатился с колесницы; ὀλισθεῖν ἐπ᾽ [[ἰσχίον]] Anth. (поскользнувшись), упасть на бедро; ὀλισθεῖν εἰς νοῦσον Anth. заболеть.
}}
}}