Anonymous

ὀαρίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀαρίζω]] (Α)<br />(επικ. ρ. που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.)<br /><b>1.</b> [[συνομιλώ]] με [[οικειότητα]] ή ερωτικά, [[γλυκομιλώ]] ή [[ερωτοτροπώ]] («ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συναναστρέφομαι]] με [[οικειότητα]] («βέλτερον ἥματα [[πάντα]] μετ' ἀθανάτοις ὀαρίζειν», Ύμν. εις Ερμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄαρ</i> «[[γυναίκα]] [[σύζυγος]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>όαρ</i>)].
|mltxt=[[ὀαρίζω]] (Α)<br />(επικ. ρ. που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.)<br /><b>1.</b> [[συνομιλώ]] με [[οικειότητα]] ή ερωτικά, [[γλυκομιλώ]] ή [[ερωτοτροπώ]] («ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συναναστρέφομαι]] με [[οικειότητα]] («βέλτερον ἥματα [[πάντα]] μετ' ἀθανάτοις ὀαρίζειν», Ύμν. εις Ερμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄαρ</i> «[[γυναίκα]] [[σύζυγος]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>όαρ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀᾰρίζω:''' ([[ὄαρος]]), σε ενεστ. και παρατ., [[συνδιαλέγομαι]] ή [[κουβεντιάζω]] με κάποιον, [[συνομιλώ]] με [[οικειότητα]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὀαριζέμεναι</i> (Επικ. απαρ.), στο ίδ.
}}
}}