3,276,932
edits
(28) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀαρίζω]] (Α)<br />(επικ. ρ. που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.)<br /><b>1.</b> [[συνομιλώ]] με [[οικειότητα]] ή ερωτικά, [[γλυκομιλώ]] ή [[ερωτοτροπώ]] («ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συναναστρέφομαι]] με [[οικειότητα]] («βέλτερον ἥματα [[πάντα]] μετ' ἀθανάτοις ὀαρίζειν», Ύμν. εις Ερμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄαρ</i> «[[γυναίκα]] [[σύζυγος]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>όαρ</i>)]. | |mltxt=[[ὀαρίζω]] (Α)<br />(επικ. ρ. που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.)<br /><b>1.</b> [[συνομιλώ]] με [[οικειότητα]] ή ερωτικά, [[γλυκομιλώ]] ή [[ερωτοτροπώ]] («ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συναναστρέφομαι]] με [[οικειότητα]] («βέλτερον ἥματα [[πάντα]] μετ' ἀθανάτοις ὀαρίζειν», Ύμν. εις Ερμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄαρ</i> «[[γυναίκα]] [[σύζυγος]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>όαρ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀᾰρίζω:''' ([[ὄαρος]]), σε ενεστ. και παρατ., [[συνδιαλέγομαι]] ή [[κουβεντιάζω]] με κάποιον, [[συνομιλώ]] με [[οικειότητα]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὀαριζέμεναι</i> (Επικ. απαρ.), στο ίδ. | |||
}} | }} |