Anonymous

ὀαρίζω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀᾰρίζω:''' ([[ὄαρος]]), σε ενεστ. και παρατ., [[συνδιαλέγομαι]] ή [[κουβεντιάζω]] με κάποιον, [[συνομιλώ]] με [[οικειότητα]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὀαριζέμεναι</i> (Επικ. απαρ.), στο ίδ.
|lsmtext='''ὀᾰρίζω:''' ([[ὄαρος]]), σε ενεστ. και παρατ., [[συνδιαλέγομαι]] ή [[κουβεντιάζω]] με κάποιον, [[συνομιλώ]] με [[οικειότητα]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὀαριζέμεναι</i> (Επικ. απαρ.), στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀᾰρίζω:''' (impf. iter. [[ὠρίζεσκον]])<br /><b class="num">1)</b> (тж. ὀάρους ὀ. HH) вести разговор, беседовать (τινί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> вращаться в (чьем-л.) кругу, общаться (μετ᾽ ἀθανάτοις HH): ὀ. φιλότητι HH сочетаться в любви.
}}
}}