3,277,114
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀᾰρίζω:''' ([[ὄαρος]]), σε ενεστ. και παρατ., [[συνδιαλέγομαι]] ή [[κουβεντιάζω]] με κάποιον, [[συνομιλώ]] με [[οικειότητα]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὀαριζέμεναι</i> (Επικ. απαρ.), στο ίδ. | |lsmtext='''ὀᾰρίζω:''' ([[ὄαρος]]), σε ενεστ. και παρατ., [[συνδιαλέγομαι]] ή [[κουβεντιάζω]] με κάποιον, [[συνομιλώ]] με [[οικειότητα]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὀαριζέμεναι</i> (Επικ. απαρ.), στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀᾰρίζω:''' (impf. iter. [[ὠρίζεσκον]])<br /><b class="num">1)</b> (тж. ὀάρους ὀ. HH) вести разговор, беседовать (τινί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> вращаться в (чьем-л.) кругу, общаться (μετ᾽ ἀθανάτοις HH): ὀ. φιλότητι HH сочетаться в любви. | |||
}} | }} |