3,274,873
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλολύζω:''' μέλ. <i>-ύξομαι</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>ὀλόλυξα</i>· [[κραυγάζω]] επικαλούμενος τους θεούς, [[φωνάζω]] [[δυνατά]], λέγεται για γυναίκες που φωνάζοντας με λαρυγγισμούς, επικαλούνται τους θεούς στις προσευχές ή στις δημόσιες εκφράσεις ευχαριστιών στους ναούς, σε Ομήρ. Οδ., Ύμν. σε απόλ.· ομοίως, επίσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. | |lsmtext='''ὀλολύζω:''' μέλ. <i>-ύξομαι</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>ὀλόλυξα</i>· [[κραυγάζω]] επικαλούμενος τους θεούς, [[φωνάζω]] [[δυνατά]], λέγεται για γυναίκες που φωνάζοντας με λαρυγγισμούς, επικαλούνται τους θεούς στις προσευχές ή στις δημόσιες εκφράσεις ευχαριστιών στους ναούς, σε Ομήρ. Οδ., Ύμν. σε απόλ.· ομοίως, επίσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλολύζω:''' атт. [[ὀλολύττω]] (fut. ὀλολύξομαι, aor. ὠλόλυξα - эп. ὀλόλυξα) издавать крики (радости или скорби), кричать, вопить Hom., Aesch., Eur. | |||
}} | }} |