Anonymous

ὀλολύζω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλολύζω:''' μέλ. <i>-ύξομαι</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>ὀλόλυξα</i>· [[κραυγάζω]] επικαλούμενος τους θεούς, [[φωνάζω]] [[δυνατά]], λέγεται για γυναίκες που φωνάζοντας με λαρυγγισμούς, επικαλούνται τους θεούς στις προσευχές ή στις δημόσιες εκφράσεις ευχαριστιών στους ναούς, σε Ομήρ. Οδ., Ύμν. σε απόλ.· ομοίως, επίσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὀλολύζω:''' μέλ. <i>-ύξομαι</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>ὀλόλυξα</i>· [[κραυγάζω]] επικαλούμενος τους θεούς, [[φωνάζω]] [[δυνατά]], λέγεται για γυναίκες που φωνάζοντας με λαρυγγισμούς, επικαλούνται τους θεούς στις προσευχές ή στις δημόσιες εκφράσεις ευχαριστιών στους ναούς, σε Ομήρ. Οδ., Ύμν. σε απόλ.· ομοίως, επίσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλολύζω:''' атт. [[ὀλολύττω]] (fut. ὀλολύξομαι, aor. ὠλόλυξα - эп. ὀλόλυξα) издавать крики (радости или скорби), кричать, вопить Hom., Aesch., Eur.
}}
}}