Anonymous

οἶδμα: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἶδμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (στον Όμ.) [[καθετί]] που εξογκώνεται, που φουσκώνει και [[ιδίως]] το [[κύμα]] της θάλασσας («οἶδμ' ἅλιον» <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ποιητ., συνεκδ.) α) [[κυματώδης]] [[πόντος]], φουσκωμένη [[θάλασσα]] («Φρύγιον [[οἶδμα]]», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[θυελλώδης]] [[άνεμος]] («χειμερίων [[ἄγριον]] [[οἶδμα]] νότων», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οἰδῶ</i> «[[είμαι]] πρησμένος» (<b>πρβλ.</b> [[κυέω]]: [[κύμα]]) ή από τον θεματικό ενεστ. [[οἴδομαι]]].
|mltxt=[[οἶδμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (στον Όμ.) [[καθετί]] που εξογκώνεται, που φουσκώνει και [[ιδίως]] το [[κύμα]] της θάλασσας («οἶδμ' ἅλιον» <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ποιητ., συνεκδ.) α) [[κυματώδης]] [[πόντος]], φουσκωμένη [[θάλασσα]] («Φρύγιον [[οἶδμα]]», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[θυελλώδης]] [[άνεμος]] («χειμερίων [[ἄγριον]] [[οἶδμα]] νότων», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οἰδῶ</i> «[[είμαι]] πρησμένος» (<b>πρβλ.</b> [[κυέω]]: [[κύμα]]) ή από τον θεματικό ενεστ. [[οἴδομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἶδμα:''' -ατος, τό ([[οἰδέω]]), [[πρήξιμο]], [[διόγκωση]], [[φούσκωμα]], <i>οἴδματι θύων</i>, λυσσομανώντας με φουσκωμένα κύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., σε Σοφ.· γενικά, [[θάλασσα]], στον ίδ., Ευρ.
}}
}}