3,277,188
edits
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὁλόσχοινος]])<br />[[είδος]] σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ [[ὁλόσχοινος]], διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ὁλόσχοινος]], -<i>ον</i><br />ο κατασκευασμένος από [[λυγαριά]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ» — να κλείνεις το [[στόμα]] κάποιου [[χωρίς]] κόπο, [[επειδή]] τους ολοσχοίνους τους έβρεχαν για να [[είναι]] πιο ανθεκτικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὅλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχοῖνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>οξύ</i>-<i>σχοινος</i>)]. | |mltxt=ο (Α [[ὁλόσχοινος]])<br />[[είδος]] σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ [[ὁλόσχοινος]], διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ὁλόσχοινος]], -<i>ον</i><br />ο κατασκευασμένος από [[λυγαριά]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ» — να κλείνεις το [[στόμα]] κάποιου [[χωρίς]] κόπο, [[επειδή]] τους ολοσχοίνους τους έβρεχαν για να [[είναι]] πιο ανθεκτικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὅλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχοῖνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>οξύ</i>-<i>σχοινος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁλόσχοινος:''' ὁ, είδος του φυτού [[σχίνος]] με παχύ, σαρκώδη κορμό, απ' όπου κατασκευάζεται χοντρό είδος σχοινιού που χρησιμοποιείται στην [[κατασκευή]] πλεγμάτων· απ' όπου παροιμ. ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, [[κλείνω]] το [[στόμα]] του Φιλίππου με [[σχοινί]] από [[κλαδί]] σχίνου που δεν έχει βραχεί ([[επειδή]] μούλιαζαν τα κλαδιά για να είναι ανθεκτικά), δηλ. [[χωρίς]] καμία [[δυσκολία]], σε Αισχίν. | |||
}} | }} |