3,277,226
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁλόσχοινος:''' ὁ, είδος του φυτού [[σχίνος]] με παχύ, σαρκώδη κορμό, απ' όπου κατασκευάζεται χοντρό είδος σχοινιού που χρησιμοποιείται στην [[κατασκευή]] πλεγμάτων· απ' όπου παροιμ. ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, [[κλείνω]] το [[στόμα]] του Φιλίππου με [[σχοινί]] από [[κλαδί]] σχίνου που δεν έχει βραχεί ([[επειδή]] μούλιαζαν τα κλαδιά για να είναι ανθεκτικά), δηλ. [[χωρίς]] καμία [[δυσκολία]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''ὁλόσχοινος:''' ὁ, είδος του φυτού [[σχίνος]] με παχύ, σαρκώδη κορμό, απ' όπου κατασκευάζεται χοντρό είδος σχοινιού που χρησιμοποιείται στην [[κατασκευή]] πλεγμάτων· απ' όπου παροιμ. ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, [[κλείνω]] το [[στόμα]] του Φιλίππου με [[σχοινί]] από [[κλαδί]] σχίνου που δεν έχει βραχεί ([[επειδή]] μούλιαζαν τα κλαδιά για να είναι ανθεκτικά), δηλ. [[χωρίς]] καμία [[δυσκολία]], σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁλόσχοινος:''' ὁ тростник, камыш (который употреблялся для плетеных изделий или в высушенном виде - βεβρεγμένος, или в сыром - [[ἄβροχος]]) (διαρράψαι ὁλοσχοίνους περί τι Plut.): ἀπορράπτειν τινὶ [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ Aeschin. зашить кому-л. рот сырым тростником, т. е. без труда заставить кого-л. замолчать. | |||
}} | }} |