Anonymous

ὀνείρειος: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνείρειος]], -εία, -ον (Α) [[όνειρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.
|mltxt=[[ὀνείρειος]], -εία, -ον (Α) [[όνειρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀνείρειος:''' -α, -ον ([[ὄνειρος]]), [[ονειρικός]], αυτός που ανήκει στη [[σφαίρα]] του ονείρου, <i>ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι</i>, στις πύλες των ονείρων, σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}