3,277,020
edits
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὁπλιτικός]], -ή, -όν) [[οπλίτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οπλίτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[υπηρεσία]] στον στρατό<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὁπλιτική</i><br />η [[τέχνη]] του να [[είναι]] [[κανείς]] [[οπλίτης]], δηλ. να χειρίζεται [[βαριά]] όπλα<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁπλιτικόν</i><br />α) η οπλιτική [[τέχνη]]<br />β) οι [[βαριά]] οπλισμένοι στρατιώτες, οι οπλίτες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν» — το να εκτελεί [[κανείς]] την [[υπηρεσία]] τών οπλιτών<br />β) «ἡ ὁπλιτική [[δύναμις]]» — οι οπλίτες. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ὁπλιτικός]], -ή, -όν) [[οπλίτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οπλίτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[υπηρεσία]] στον στρατό<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὁπλιτική</i><br />η [[τέχνη]] του να [[είναι]] [[κανείς]] [[οπλίτης]], δηλ. να χειρίζεται [[βαριά]] όπλα<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁπλιτικόν</i><br />α) η οπλιτική [[τέχνη]]<br />β) οι [[βαριά]] οπλισμένοι στρατιώτες, οι οπλίτες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν» — το να εκτελεί [[κανείς]] την [[υπηρεσία]] τών οπλιτών<br />β) «ἡ ὁπλιτική [[δύναμις]]» — οι οπλίτες. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁπλῑτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει, προορίζεται ή αρμόζει σε οπλίτη, άντρα υπό τα όπλα, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του να χειρίζεται [[κάποιος]] [[βαρέα]] όπλα, η [[τέχνη]] του στρατιώτη, σε Πλάτ.· <i>τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν</i>, [[υπηρετώ]] ως [[οπλίτης]], ως άντρας υπό τα όπλα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κατάλληλος]] για στρατιωτική [[υπηρεσία]], σε αντίθ. προς το [[ἄνοπλος]], σε Αριστ.· <i>τὸ ὁπλιτικόν</i>, [[σώμα]] οπλιτών, = <i>οἱ ὁπλῖται</i>, σε Θουκ., Ξεν. | |||
}} | }} |