Anonymous

ὁπλιτικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁπλῑτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει, προορίζεται ή αρμόζει σε οπλίτη, άντρα υπό τα όπλα, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του να χειρίζεται [[κάποιος]] [[βαρέα]] όπλα, η [[τέχνη]] του στρατιώτη, σε Πλάτ.· <i>τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν</i>, [[υπηρετώ]] ως [[οπλίτης]], ως άντρας υπό τα όπλα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κατάλληλος]] για στρατιωτική [[υπηρεσία]], σε αντίθ. προς το [[ἄνοπλος]], σε Αριστ.· <i>τὸ ὁπλιτικόν</i>, [[σώμα]] οπλιτών, = <i>οἱ ὁπλῖται</i>, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ὁπλῑτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει, προορίζεται ή αρμόζει σε οπλίτη, άντρα υπό τα όπλα, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του να χειρίζεται [[κάποιος]] [[βαρέα]] όπλα, η [[τέχνη]] του στρατιώτη, σε Πλάτ.· <i>τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν</i>, [[υπηρετώ]] ως [[οπλίτης]], ως άντρας υπό τα όπλα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κατάλληλος]] για στρατιωτική [[υπηρεσία]], σε αντίθ. προς το [[ἄνοπλος]], σε Αριστ.· <i>τὸ ὁπλιτικόν</i>, [[σώμα]] οπλιτών, = <i>οἱ ὁπλῖται</i>, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁπλῑτικός:''' гоплитский ([[ὅπλα]], [[θώραξ]] Plat.; τάξεις Xen.): ὁπλιτικὴ [[μάχη]] Plat. бой гоплитов.
}}
}}