Anonymous

ὄρθριος: Difference between revisions

From LSJ
5
(T22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὀρθρια, ὀρθριον (from [[ὄρθρος]], [[which]] [[see]]; cf. [[ὄψιος]] [[πρώιος]]), [[early]]; [[rising]] at the [[first]] [[dawn]] or [[very]] [[early]] in the [[morning]]: R G ([[Homer]] (h. Merc. 143), [[Theognis]], others.)  
|txtha=ὀρθρια, ὀρθριον (from [[ὄρθρος]], [[which]] [[see]]; cf. [[ὄψιος]] [[πρώιος]]), [[early]]; [[rising]] at the [[first]] [[dawn]] or [[very]] [[early]] in the [[morning]]: R G ([[Homer]] (h. Merc. 143), [[Theognis]], others.)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὄρθριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ὄρθρος]]), αυτός που αναφέρεται ή συμβαίνει ξημερώματα, [[πρωί]], [[πρωινός]], [[κυρίως]] με ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]], έτσι ώστε να συμφωνεί με το [[πρόσωπο]] που δρα, ἀφίκετο [[ὄρθριος]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[ὄρθριος]] ἥκειν, σε Πλάτ.· επίσης, ὄρθριον [[ᾄδειν]] (ενν. [[ᾆσμα]]), λέγεται για πετεινό, σε Αριστοφ.· <i>τὸ ὄρθριον</i>, ως επίρρ., το [[πρωί]], [[νωρίς]], σε Ηρόδ.
}}
}}