Anonymous

ὄρθριος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄρθριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ὄρθρος]]), αυτός που αναφέρεται ή συμβαίνει ξημερώματα, [[πρωί]], [[πρωινός]], [[κυρίως]] με ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]], έτσι ώστε να συμφωνεί με το [[πρόσωπο]] που δρα, ἀφίκετο [[ὄρθριος]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[ὄρθριος]] ἥκειν, σε Πλάτ.· επίσης, ὄρθριον [[ᾄδειν]] (ενν. [[ᾆσμα]]), λέγεται για πετεινό, σε Αριστοφ.· <i>τὸ ὄρθριον</i>, ως επίρρ., το [[πρωί]], [[νωρίς]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὄρθριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ὄρθρος]]), αυτός που αναφέρεται ή συμβαίνει ξημερώματα, [[πρωί]], [[πρωινός]], [[κυρίως]] με ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]], έτσι ώστε να συμφωνεί με το [[πρόσωπο]] που δρα, ἀφίκετο [[ὄρθριος]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[ὄρθριος]] ἥκειν, σε Πλάτ.· επίσης, ὄρθριον [[ᾄδειν]] (ενν. [[ᾆσμα]]), λέγεται για πετεινό, σε Αριστοφ.· <i>τὸ ὄρθριον</i>, ως επίρρ., το [[πρωί]], [[νωρίς]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄρθριος:''' ранний, утренний (οἱ παρόντες ὄρθριοι Arph.): ὄ. ἥκων Plat. или γενόμενος NT придя с самого утра.
}}
}}