3,274,313
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄρθριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ὄρθρος]]), αυτός που αναφέρεται ή συμβαίνει ξημερώματα, [[πρωί]], [[πρωινός]], [[κυρίως]] με ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]], έτσι ώστε να συμφωνεί με το [[πρόσωπο]] που δρα, ἀφίκετο [[ὄρθριος]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[ὄρθριος]] ἥκειν, σε Πλάτ.· επίσης, ὄρθριον [[ᾄδειν]] (ενν. [[ᾆσμα]]), λέγεται για πετεινό, σε Αριστοφ.· <i>τὸ ὄρθριον</i>, ως επίρρ., το [[πρωί]], [[νωρίς]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὄρθριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ὄρθρος]]), αυτός που αναφέρεται ή συμβαίνει ξημερώματα, [[πρωί]], [[πρωινός]], [[κυρίως]] με ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]], έτσι ώστε να συμφωνεί με το [[πρόσωπο]] που δρα, ἀφίκετο [[ὄρθριος]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[ὄρθριος]] ἥκειν, σε Πλάτ.· επίσης, ὄρθριον [[ᾄδειν]] (ενν. [[ᾆσμα]]), λέγεται για πετεινό, σε Αριστοφ.· <i>τὸ ὄρθριον</i>, ως επίρρ., το [[πρωί]], [[νωρίς]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄρθριος:''' ранний, утренний (οἱ παρόντες ὄρθριοι Arph.): ὄ. ἥκων Plat. или γενόμενος NT придя с самого утра. | |||
}} | }} |