3,273,446
edits
(T22) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ὅρκου, ὁ (from ἔργῳ, [[εἴργω]]; equivalent to [[ἕρκος]] an [[enclosure]], [[confinement]]; [[hence]], Latin orcus) (from [[Homer]] [[down]]), the Sept. for שֲׁבוּעָה, an [[oath]]: Winer s Grammar, 628 (583); Buttmann, § 144,13); Winer's Grammar, 226 (212); 603 (561)); [[that]] [[which]] has been pledged or promised [[with]] an [[oath]]; plural vows, Matthew 5:33 (cf. Wünsche ad loc.)). | |txtha=ὅρκου, ὁ (from ἔργῳ, [[εἴργω]]; equivalent to [[ἕρκος]] an [[enclosure]], [[confinement]]; [[hence]], Latin orcus) (from [[Homer]] [[down]]), the Sept. for שֲׁבוּעָה, an [[oath]]: Winer s Grammar, 628 (583); Buttmann, § 144,13); Winer's Grammar, 226 (212); 603 (561)); [[that]] [[which]] has been pledged or promised [[with]] an [[oath]]; plural vows, Matthew 5:33 (cf. Wünsche ad loc.)). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὅρκος:''' ὁ (βλ. κατωτ.),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αντικείμενο]] στο όνομα του οποίου [[κάποιος]] παίρνει όρκο, [[μάρτυρας]] όρκου, όπως η [[Στύγα]] στους θεούς, σε Όμηρ. κ.λπ.· απ' όπου,<br /><b class="num">2.</b> όρκος, στον ίδ. κ.λπ.· <i>ὅρκοςθεῶν</i>, όρκος στο όνομα των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὅρκονὀμόσαι</i>, [[παίρνω]] όρκο, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ὅρκον ἐπιορκεῖν</i>, [[καταπατώ]] τον όρκο μου, σε Αισχίν.· <i>ὅρκον διδόναι καὶ δέξασθαι</i>, [[προσφέρω]] όρκο σε κάποιον και [[δέχομαι]] ως [[αντάλλαγμα]] τον δικό του όρκο, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ὅρκον ἀποδιδόναι</i>, [[παίρνω]] όρκο, <i>ἀπολαμβάνειν</i>, [[αποδέχομαι]] τον όρκο, σε Δημ.· ομοίως, <i>ὅρκονδιδόναι καὶ λαμβάνειν</i>, σε Αριστ.· <i>ὅρκοις τινὰ καταλαμβάνειν</i>, [[δένω]] κάποιον με όρκους, σε Θουκ.· <i>ὅρκῳ ἐμμένειν</i>, [[μένω]] [[σταθερός]] στον όρκο μου, τον [[τηρώ]], σε Ευρ.· <i>εἶπαι ἐπ' ὅρκου</i>, [[ισχυρίζομαι]] [[κάτι]] παίρνοντας όρκο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[Ὅρκος]], προσωποποιημένος [[γιος]] της Έριδας ([[Ἔρις]]), [[θεότητα]] που τιμωρεί τους επίορκους, σε Ησίοδ. κ.λπ. (η [[λέξη]] [[ὅρκος]] ισοδυν. αρχικά με τη [[λέξη]] [[ἕρκος]], όπως το [[ὁρκάνη]] με το [[ἑρκάνη]], από [[ἔργω]], [[εἴργω]]· κανονικά, αυτό που αποτρέπει κάποιον να κάνει [[κάτι]]). | |||
}} | }} |