3,274,175
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὅρκος:''' ὁ (βλ. κατωτ.),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αντικείμενο]] στο όνομα του οποίου [[κάποιος]] παίρνει όρκο, [[μάρτυρας]] όρκου, όπως η [[Στύγα]] στους θεούς, σε Όμηρ. κ.λπ.· απ' όπου,<br /><b class="num">2.</b> όρκος, στον ίδ. κ.λπ.· <i>ὅρκοςθεῶν</i>, όρκος στο όνομα των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὅρκονὀμόσαι</i>, [[παίρνω]] όρκο, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ὅρκον ἐπιορκεῖν</i>, [[καταπατώ]] τον όρκο μου, σε Αισχίν.· <i>ὅρκον διδόναι καὶ δέξασθαι</i>, [[προσφέρω]] όρκο σε κάποιον και [[δέχομαι]] ως [[αντάλλαγμα]] τον δικό του όρκο, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ὅρκον ἀποδιδόναι</i>, [[παίρνω]] όρκο, <i>ἀπολαμβάνειν</i>, [[αποδέχομαι]] τον όρκο, σε Δημ.· ομοίως, <i>ὅρκονδιδόναι καὶ λαμβάνειν</i>, σε Αριστ.· <i>ὅρκοις τινὰ καταλαμβάνειν</i>, [[δένω]] κάποιον με όρκους, σε Θουκ.· <i>ὅρκῳ ἐμμένειν</i>, [[μένω]] [[σταθερός]] στον όρκο μου, τον [[τηρώ]], σε Ευρ.· <i>εἶπαι ἐπ' ὅρκου</i>, [[ισχυρίζομαι]] [[κάτι]] παίρνοντας όρκο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[Ὅρκος]], προσωποποιημένος [[γιος]] της Έριδας ([[Ἔρις]]), [[θεότητα]] που τιμωρεί τους επίορκους, σε Ησίοδ. κ.λπ. (η [[λέξη]] [[ὅρκος]] ισοδυν. αρχικά με τη [[λέξη]] [[ἕρκος]], όπως το [[ὁρκάνη]] με το [[ἑρκάνη]], από [[ἔργω]], [[εἴργω]]· κανονικά, αυτό που αποτρέπει κάποιον να κάνει [[κάτι]]). | |lsmtext='''ὅρκος:''' ὁ (βλ. κατωτ.),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αντικείμενο]] στο όνομα του οποίου [[κάποιος]] παίρνει όρκο, [[μάρτυρας]] όρκου, όπως η [[Στύγα]] στους θεούς, σε Όμηρ. κ.λπ.· απ' όπου,<br /><b class="num">2.</b> όρκος, στον ίδ. κ.λπ.· <i>ὅρκοςθεῶν</i>, όρκος στο όνομα των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὅρκονὀμόσαι</i>, [[παίρνω]] όρκο, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ὅρκον ἐπιορκεῖν</i>, [[καταπατώ]] τον όρκο μου, σε Αισχίν.· <i>ὅρκον διδόναι καὶ δέξασθαι</i>, [[προσφέρω]] όρκο σε κάποιον και [[δέχομαι]] ως [[αντάλλαγμα]] τον δικό του όρκο, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ὅρκον ἀποδιδόναι</i>, [[παίρνω]] όρκο, <i>ἀπολαμβάνειν</i>, [[αποδέχομαι]] τον όρκο, σε Δημ.· ομοίως, <i>ὅρκονδιδόναι καὶ λαμβάνειν</i>, σε Αριστ.· <i>ὅρκοις τινὰ καταλαμβάνειν</i>, [[δένω]] κάποιον με όρκους, σε Θουκ.· <i>ὅρκῳ ἐμμένειν</i>, [[μένω]] [[σταθερός]] στον όρκο μου, τον [[τηρώ]], σε Ευρ.· <i>εἶπαι ἐπ' ὅρκου</i>, [[ισχυρίζομαι]] [[κάτι]] παίρνοντας όρκο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[Ὅρκος]], προσωποποιημένος [[γιος]] της Έριδας ([[Ἔρις]]), [[θεότητα]] που τιμωρεί τους επίορκους, σε Ησίοδ. κ.λπ. (η [[λέξη]] [[ὅρκος]] ισοδυν. αρχικά με τη [[λέξη]] [[ἕρκος]], όπως το [[ὁρκάνη]] με το [[ἑρκάνη]], από [[ἔργω]], [[εἴργω]]· κανονικά, αυτό που αποτρέπει κάποιον να κάνει [[κάτι]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὅρκος:''' ὁ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> клятва (ὅρκον ὀμνύναι Hom. и ποιεῖσθαι Xen.; ὅρκον τινὶ [[δοῦναι]] Eur. или [[ἀποδοῦναι]] NT): σὺν ὅρκῳ Hom. и ὅρκοις Aesch. под клятвой, клятвенно; παρ᾽ ὅρκον Pind. и παρὰ τοὺς ὅρκους Xen. вопреки клятве; ὅρκον ὁρκοῦν τινα Thuc. брать с кого-л. клятву; σὺν [[θεῶν]] ὅρκῳ [[λέγω]]! Xen. клянусь в том богами!; ὅρκοι ἢ ἄλλαι ὁμολογίαι Plat. клятвы или другие виды обязательств;<br /><b class="num">2)</b> свидетель или порука клятвы (Στυγὸς [[ὕδωρ]], [[ὅστε]] [[μέγιστος]] ὅ. [[πέλει]] θεοῖσιν Hom.): ([[τόδε]] σκῆπτρόν) τοι [[μέγας]] [[ἔσσεται]] ὅ.! Hom. клянусь тебе этим скиптром! | |||
}} | }} |