3,277,116
edits
(T22) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ὀμματος, τό (from ό᾿πτομαι ([[see]] [[ὁράω]]), [[part]] ᾦμμαι), from [[Homer]] [[down]], an [[eye]]: plural, L T Tr WH; Sept. for עַיִן, Proverbs 10:26.) | |txtha=ὀμματος, τό (from ό᾿πτομαι ([[see]] [[ὁράω]]), [[part]] ᾦμμαι), from [[Homer]] [[down]], an [[eye]]: plural, L T Tr WH; Sept. for עַיִן, Proverbs 10:26.) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὄμμα:''' -ατος, τό (η [[ρίζα]] βρίσκεται στο [[ὦμμαι]], Παθ. παρακ. του [[ὁράω]])· [[μάτι]], [[οφθαλμός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα</i>, Λατ. rectis oculis aspicere, [[κοιτάζω]] κατ' ευθείαν, μέσα στα μάτια, σε Σοφ. κ.λπ.· οὐκ οἶδ' ὄμμασιν ποίοις βλέπων [[πατέρα]] πότ' ἂν [[προσεῖδον]], με τί μάτια θα τον κοιτούσα κατά [[πρόσωπο]], στον ίδ.· ομοίως, <i>ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι</i>, στον ίδ.· λαμπρὸς [[ὥσπερ]] ὄμματι, [[κρίνω]] από τα μάτια ή την [[έκφραση]] κάποιου, στον ίδ.· ἐς [[ὄμμα]] τινὸς [[ἐλθεῖν]], [[παρουσιάζομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[μπροστά]] στα μάτια του, σε Ευρ.· <i>κατ'ὄμματα</i>, ενώπιον κάποιου, σε Σοφ.· [[ἐλθεῖν]] κατ' [[ὄμμα]], [[έρχομαι]] [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], σε Ευρ.· [[αλλά]], κατ'[[ὄμμα]] [[ἐπίσης]], ως προς την όραση, σε Σοφ.· <i>ὡς ἀπ' ὀμμάτων</i>, [[κρίνω]] με το [[μάτι]], Λατ. ex obtutu, στον ίδ.· <i>ἐν ὄμμασι</i>, Λατ. in oculis, [[μπροστά]] στα μάτια κάποιου, σε Αισχύλ., Θουκ.· <i>ἐξὀμμάτων</i>, έξω από το οπτικό [[πεδίο]] κάποιου, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που βλέπει [[κάποιος]], [[θέαμα]], όραμα, [[θέα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> το [[μάτι]] του ουρανού, δηλ. ο [[ήλιος]], στον ίδ., Ευρ.· [[αλλά]], [[ὄμμα]] νυκτός, περίφρ. αντί [[νύξ]] (βλ. κατωτ. IV), σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b>γενικά, φως, οτιδήπτε φέρνει φως, [[ὄμμα]] δόμων [[νομίζω]] δεσπότου παρουσίαν, σε Αισχύλ.· [[ὄμμα]] φήμης, φως, [[χαρά]] από ευχάριστες ειδήσεις, σε Σοφ. ξύναιμον [[ὄμμα]] αντί <i>ξυναίμων</i>, στον ίδ.· ὦ ταυρόμορφον [[ὄμμα]] Κηφισοῦ αντί <i>ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |