Anonymous

ὀρυκτός: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀρυκτός]], -ή, -όν) [[ορύσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στη γη και εξορύσσεται με [[εκσκαφή]] («ἀποσύραντι τὴν ἐπιπολῆς γῆν εὐθὺς ὀρυκτὸν εὑρίσκεσθαι χρυσόν», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> ο [[αυτοφυής]], δηλ. αυτός που βρίσκεται εκ φύσεως στη γη και δεν παρασκευάζεται με χημικές ή άλλες μεθόδους («[[ορυκτό]] [[άλας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει απολιθωθεί και διατηρείται [[μέσα]] στα πετρώματα της γης<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ορυκτό]] <b>βλ.</b> [[ορυκτό]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ορυκτός]] [[πλούτος]]» — το [[σύνολο]] τών ορυκτών του υπεδάφους μιας χώρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έγινε με [[ανόρυξη]], που συντελέστηκε με [[εκσκαφή]] («τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἰχθύες ὀρυκτοί» — [[είδος]] ψαριών, χελιών, που ζουν [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του βυθού της θάλασσας, [[μέσα]] σε αμμώδη [[λάσπη]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀρυκτός]], -ή, -όν) [[ορύσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στη γη και εξορύσσεται με [[εκσκαφή]] («ἀποσύραντι τὴν ἐπιπολῆς γῆν εὐθὺς ὀρυκτὸν εὑρίσκεσθαι χρυσόν», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> ο [[αυτοφυής]], δηλ. αυτός που βρίσκεται εκ φύσεως στη γη και δεν παρασκευάζεται με χημικές ή άλλες μεθόδους («[[ορυκτό]] [[άλας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει απολιθωθεί και διατηρείται [[μέσα]] στα πετρώματα της γης<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ορυκτό]] <b>βλ.</b> [[ορυκτό]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ορυκτός]] [[πλούτος]]» — το [[σύνολο]] τών ορυκτών του υπεδάφους μιας χώρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έγινε με [[ανόρυξη]], που συντελέστηκε με [[εκσκαφή]] («τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἰχθύες ὀρυκτοί» — [[είδος]] ψαριών, χελιών, που ζουν [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του βυθού της θάλασσας, [[μέσα]] σε αμμώδη [[λάσπη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρυκτός:''' -ή, -όν ([[ὀρύσσω]]), αυτός που έχει προέλθει από [[σκάψιμο]], [[σκαπτός]], σε αντίθ. προς τη [[φυσική]] δίοδο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
}}
}}