3,274,831
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρυκτός:''' -ή, -όν ([[ὀρύσσω]]), αυτός που έχει προέλθει από [[σκάψιμο]], [[σκαπτός]], σε αντίθ. προς τη [[φυσική]] δίοδο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. | |lsmtext='''ὀρυκτός:''' -ή, -όν ([[ὀρύσσω]]), αυτός που έχει προέλθει από [[σκάψιμο]], [[σκαπτός]], σε αντίθ. προς τη [[φυσική]] δίοδο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρυκτός:''' <b class="num">1)</b> вырытый в земле, выкопанный ([[τάφρος]] Hom., Xen.; [[τάφος]] Eur.; [[ἀποθήκη]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> вырытый из земли, добытый или добываемый рытьем ([[χρυσός]] Polyb.). | |||
}} | }} |