Anonymous

ὀρυκτός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρυκτός:''' -ή, -όν ([[ὀρύσσω]]), αυτός που έχει προέλθει από [[σκάψιμο]], [[σκαπτός]], σε αντίθ. προς τη [[φυσική]] δίοδο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''ὀρυκτός:''' -ή, -όν ([[ὀρύσσω]]), αυτός που έχει προέλθει από [[σκάψιμο]], [[σκαπτός]], σε αντίθ. προς τη [[φυσική]] δίοδο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρυκτός:''' <b class="num">1)</b> вырытый в земле, выкопанный ([[τάφρος]] Hom., Xen.; [[τάφος]] Eur.; [[ἀποθήκη]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> вырытый из земли, добытый или добываемый рытьем ([[χρυσός]] Polyb.).
}}
}}