Anonymous

ὄρπηξ: Difference between revisions

From LSJ
5
(6_5)
(5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄρπηξ''': Ἀττ. [[ὄρπηξ]], -ηκος, Αἰολ. καὶ Δωρ. [[ὄρπαξ]], -ᾱκος, ὁ, [[νέος]] [[βλαστός]], [[κλάδος]] ἢ μικρὸν [[δένδρον]], Ἰλ. Φ. 38, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1425, Θεόκρ. 7. 146· ὄρπακι βραδίνῳ Σαπφὼ 100 (34). 2) πᾶν τὸ ἐκ τοιούτων μικρῶν ἢ νεαρῶν δένδρων κατεσκευασμένον, [[κέντρον]], [[βούκεντρον]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 466· [[λόγχη]], Εὐρ. Ἱππ. 221. ΙΙ. μεταφορ., [[ἀπόγονος]], Ὀρφ. Ἀργ. 213. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ἅρπη, [[ὥστε]] ἡ ἀρχικὴ [[σημασία]] θὰ [[εἶναι]] ἡ τοῦ ὀξέος ἄκρου ἢ αἰχμῆς· πρβλ. Λατ. urpex, βωλοκόπον [[ὄργανον]]· - ὁ Κούρτ. 338, φρονεῖ ὅτι δύναται νὰ σχετισθῇ πρὸς τὸ [[ἕρπω]]). [Ἐν τῇ Ἀνθ. εὑρίσκομεν αἰτ. ὅρπᾰκα, ἴδε Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 262].
|lstext='''ὄρπηξ''': Ἀττ. [[ὄρπηξ]], -ηκος, Αἰολ. καὶ Δωρ. [[ὄρπαξ]], -ᾱκος, ὁ, [[νέος]] [[βλαστός]], [[κλάδος]] ἢ μικρὸν [[δένδρον]], Ἰλ. Φ. 38, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1425, Θεόκρ. 7. 146· ὄρπακι βραδίνῳ Σαπφὼ 100 (34). 2) πᾶν τὸ ἐκ τοιούτων μικρῶν ἢ νεαρῶν δένδρων κατεσκευασμένον, [[κέντρον]], [[βούκεντρον]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 466· [[λόγχη]], Εὐρ. Ἱππ. 221. ΙΙ. μεταφορ., [[ἀπόγονος]], Ὀρφ. Ἀργ. 213. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ἅρπη, [[ὥστε]] ἡ ἀρχικὴ [[σημασία]] θὰ [[εἶναι]] ἡ τοῦ ὀξέος ἄκρου ἢ αἰχμῆς· πρβλ. Λατ. urpex, βωλοκόπον [[ὄργανον]]· - ὁ Κούρτ. 338, φρονεῖ ὅτι δύναται νὰ σχετισθῇ πρὸς τὸ [[ἕρπω]]). [Ἐν τῇ Ἀνθ. εὑρίσκομεν αἰτ. ὅρπᾰκα, ἴδε Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 262].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὄρπηξ:''' Αττ. [[ὅρπηξ]], <i>-ηκος</i>, Δωρ. [[ὄρπαξ]], <i>-ᾱκος</i>, <i>ὁ</i>,<br /><b class="num">1.</b> δεντρύλλιο, νεόφυτο δέντρο, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> οτιδήποτε κατασκευασμένο από τέτοια δέντρα, [[μαστίγιο]], [[βουκέντρα]], σε Ησίοδ.· [[λόγχη]], σε Ευρ.
}}
}}