Anonymous

ὄρπηξ: Difference between revisions

From LSJ
1ba
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄρπηξ:''' Αττ. [[ὅρπηξ]], <i>-ηκος</i>, Δωρ. [[ὄρπαξ]], <i>-ᾱκος</i>, <i>ὁ</i>,<br /><b class="num">1.</b> δεντρύλλιο, νεόφυτο δέντρο, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> οτιδήποτε κατασκευασμένο από τέτοια δέντρα, [[μαστίγιο]], [[βουκέντρα]], σε Ησίοδ.· [[λόγχη]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὄρπηξ:''' Αττ. [[ὅρπηξ]], <i>-ηκος</i>, Δωρ. [[ὄρπαξ]], <i>-ᾱκος</i>, <i>ὁ</i>,<br /><b class="num">1.</b> δεντρύλλιο, νεόφυτο δέντρο, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> οτιδήποτε κατασκευασμένο από τέτοια δέντρα, [[μαστίγιο]], [[βουκέντρα]], σε Ησίοδ.· [[λόγχη]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=![[ὄρπηξ]], αττιξ [[ὅρπηξ]], ηκος, doric [[ὄρπαξ]], ᾱκος,<br /><b class="num">1.</b> a [[sapling]], [[young]] [[tree]], Il., Theocr.<br /><b class="num">2.</b> [[anything]] made of [[such]] trees, a [[goad]], Hes.; a [[lance]], Eur.
}}
}}