Anonymous

ὁπωσοῦν: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὅπως]] οὖν και όπωσοῡν)<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] κάποιο τρόπο, [[κάπως]] («ἀναγκάσαντες ἐσβαίνειν [[ὅστις]] καὶ ὁπωσοῡν ἐδόκει ἡλικίας μετέχων [[ἐπιτήδειος]] [[εἶναι]]», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπως]] <span style="color: red;">+</span> <i>οὖν</i>].
|mltxt=(Α [[ὅπως]] οὖν και όπωσοῡν)<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] κάποιο τρόπο, [[κάπως]] («ἀναγκάσαντες ἐσβαίνειν [[ὅστις]] καὶ ὁπωσοῡν ἐδόκει ἡλικίας μετέχων [[ἐπιτήδειος]] [[εἶναι]]», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπως]] <span style="color: red;">+</span> <i>οὖν</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁπωσοῦν:''' ή ὅπωςοὖν, με οποιονδήποτε τρόπο, με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο, Λατ. utcunque, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, [[ὁπωστιοῦν]], σε Πλάτ.
}}
}}