Anonymous

οὐρανομήκης: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[οὐρανομήκης]], -όμηκες)<br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται να φτάνει σε ύψος ώς τον ουρανό, [[πανύψηλος]] («δένδρεα οὐρανομήκεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[έντονος]], [[δυνατός]] (α. «ουρανομήκεις ζητωκραυγές» — ενθουσιώδεις, δυνατές ζητωκραυγές<br />β. «οὐρανομήκη ῥήξατε κἀμοὶ φωνήν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ανδρο</i>-<i>μήκης</i>].
|mltxt=-ες (ΑΜ [[οὐρανομήκης]], -όμηκες)<br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται να φτάνει σε ύψος ώς τον ουρανό, [[πανύψηλος]] («δένδρεα οὐρανομήκεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[έντονος]], [[δυνατός]] (α. «ουρανομήκεις ζητωκραυγές» — ενθουσιώδεις, δυνατές ζητωκραυγές<br />β. «οὐρανομήκη ῥήξατε κἀμοὶ φωνήν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ανδρο</i>-<i>μήκης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὐρᾰνομήκης:''' -ες ([[μῆκος]]),<br /><b class="num">1.</b> ψηλός ως τον ουρανό, αυτός που εκτείνεται ως τον ουρανό, εξαιρετικά ψηλός ή [[ευμήκης]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>δένδρεα</i>, σε Ηρόδ.· [[λαμπάς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[θαυμαστός]], [[εξαίσιος]], σε Αριστοφ.
}}
}}